- τετραμελής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που αποτελείται από τέσσερα μέλη: Τετραμελής οικογένεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τετραμελής — ές, Ν αυτός που αποτελείται από τέσσερα μέλη («τετραμελής σπείρα ληστών»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + μελής (< μέλος), πρβλ. εξα μελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Ιω. Α. Σούτζο] … Dictionary of Greek
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
τετράκωλος — η, ο / τετράκωλος, ον, ΝΑ, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που έχει τέσσερα μέλη, τετραμελής 2. αυτός που αποτελείται από τέσσερα κώλα περιόδου 3. φρ. «τετράκωλος περίοδος» (αρχ. μετρ.) μετρική περίοδος που αποτελείται από τέσσερεις σύνθετους πόδες,… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
κουαρτέτο — το (λ. ιταλ.) 1. μουσική σύνθεση για τέσσερα όργανα ή τέσσερις φωνές. 2. η τετραμελής ομάδα μουσικών που εκτελούν τις συνθέσεις αυτές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)